ξεπιάνομαι

ξεπιάνομαι
ξεπιάστηκα
1. ξεφεύγω από κάτι που με πιάνει, ξεσκαλώνομαι, απαγκιστρώνομαι: Ξεπιάστηκε το ψάρι απ' τ' αγκίστρι.
2. μτφ., απαλλάσσομαι από παράλυση μέλους του σώματος, από πιάσιμο: Με τα μπάνια ξεπιάστηκε η μέση μου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξεπιάνομαι — ξεπιάνομαι, ξεπιάστηκα βλ. πίν. 39 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεκουρβουλώνω — και ξεκουρμουλώνω 1. ξεριζώνω τους κορμούς τών κλημάτων 2. θεραπεύομαι από αγκύλωση, ξεπιάνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + κούρβουλο «κορμός κλήματος». Ο τ. ξεκουρμουλώνω < ξ(ε) * + κουρμούλα, ιδιωματικός τ. τού κούρβουλο] …   Dictionary of Greek

  • ξεπιάνω — 1. αποσυνδέω, αποσπώ 2. μέσ. ξεπιάνομαι α) απαλλάσσω τον εαυτό μου από σύλληψη β) παύω να έχω παράλυση ή αγκύλωση ή μούδιασμα σε ένα μέρος τού σώματος ή σε ολόκληρο το σώμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”