- ξεπιάνομαι
- ξεπιάστηκα1. ξεφεύγω από κάτι που με πιάνει, ξεσκαλώνομαι, απαγκιστρώνομαι: Ξεπιάστηκε το ψάρι απ' τ' αγκίστρι.2. μτφ., απαλλάσσομαι από παράλυση μέλους του σώματος, από πιάσιμο: Με τα μπάνια ξεπιάστηκε η μέση μου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.